Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αὐτοσχεδιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αυτοσχεδιαστικός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
αὐτοσχεδιαστικ
ός
ἡ
αὐτοσχεδιαστικ
ή
τὸ
αὐτοσχεδιαστικ
όν
γενική
τοῦ
αὐτοσχεδιαστικ
οῦ
τῆς
αὐτοσχεδιαστικ
ῆς
τοῦ
αὐτοσχεδιαστικ
οῦ
δοτική
τῷ
αὐτοσχεδιαστικ
ῷ
τῇ
αὐτοσχεδιαστικ
ῇ
τῷ
αὐτοσχεδιαστικ
ῷ
αιτιατική
τὸν
αὐτοσχεδιαστικ
όν
τὴν
αὐτοσχεδιαστικ
ήν
τὸ
αὐτοσχεδιαστικ
όν
κλητική
ὦ
!
αὐτοσχεδιαστικ
έ
αὐτοσχεδιαστικ
ή
αὐτοσχεδιαστικ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
αὐτοσχεδιαστικ
οί
αἱ
αὐτοσχεδιαστικ
αί
τὰ
αὐτοσχεδιαστικ
ᾰ́
γενική
τῶν
αὐτοσχεδιαστικ
ῶν
τῶν
αὐτοσχεδιαστικ
ῶν
τῶν
αὐτοσχεδιαστικ
ῶν
δοτική
τοῖς
αὐτοσχεδιαστικ
οῖς
ταῖς
αὐτοσχεδιαστικ
αῖς
τοῖς
αὐτοσχεδιαστικ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
αὐτοσχεδιαστικ
ούς
τὰς
αὐτοσχεδιαστικ
ᾱ́ς
τὰ
αὐτοσχεδιαστικ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
αὐτοσχεδιαστικ
οί
αὐτοσχεδιαστικ
αί
αὐτοσχεδιαστικ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
αὐτοσχεδιαστικ
ώ
τὼ
αὐτοσχεδιαστικ
ᾱ́
τὼ
αὐτοσχεδιαστικ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
αὐτοσχεδιαστικ
οῖν
τοῖν
αὐτοσχεδιαστικ
αῖν
τοῖν
αὐτοσχεδιαστικ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αὐτοσχεδιαστικός
<
αὐτοσχεδιαστής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αὐτοσχεδιαστικός
αυτοσχέδιος
,
πρόχειρος