Δείτε επίσης: Αἴολος, αἰόλος, αίολος, έωλος, ἕωλος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἴολος οἱ αἴολοι
      γενική τοῦ αἰόλου τῶν αἰόλων
      δοτική τῷ αἰόλ τοῖς αἰόλοις
    αιτιατική τὸν αἴολον τοὺς αἰόλους
     κλητική ! αἴολε αἴολοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰόλω
γεν-δοτ τοῖν  αἰόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἴολος < εἰλέω ή αἰών • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αἴολος αρσενικό

  1. (ψάρι) είδος ψαριού, είδος σκάρου ( Νίκανδρος ο Θυατειρηνός))
  2. ο αριθμός τέσσερα (κατά τους Πυθαγορείους) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  3. έτος (κατά τους Πυθαγορείους) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Πηγές επεξεργασία