αἴολος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἴολος | οἱ | αἴολοι |
γενική | τοῦ | αἰόλου | τῶν | αἰόλων |
δοτική | τῷ | αἰόλῳ | τοῖς | αἰόλοις |
αιτιατική | τὸν | αἴολον | τοὺς | αἰόλους |
κλητική ὦ! | αἴολε | αἴολοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰόλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰόλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αἴολος < εἰλέω ή αἰών • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αἴολος αρσενικό
- (ψάρι) είδος ψαριού, είδος σκάρου (⌘ Νίκανδρος ο Θυατειρηνός))
- ο αριθμός τέσσερα (κατά τους Πυθαγορείους) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- έτος (κατά τους Πυθαγορείους) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Πηγές επεξεργασία
- → δείτε και τη λέξη αἰόλος
- αἴολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.