αψυχαγώγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αψυχαγώγητος < (ελληνιστική κοινή) ἀψυχαγώγητος
Επίθετο επεξεργασία
αψυχαγώγητος
- που δεν έχει ψυχαγωγηθεί ή δεν τον έχουν ψυχαγωγήσει
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αψυχαγώγητος
|