Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρειόγλωσσος η αχρειόγλωσση το αχρειόγλωσσο
      γενική του αχρειόγλωσσου της αχρειόγλωσσης του αχρειόγλωσσου
    αιτιατική τον αχρειόγλωσσο την αχρειόγλωσση το αχρειόγλωσσο
     κλητική αχρειόγλωσσε αχρειόγλωσση αχρειόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρειόγλωσσοι οι αχρειόγλωσσες τα αχρειόγλωσσα
      γενική των αχρειόγλωσσων των αχρειόγλωσσων των αχρειόγλωσσων
    αιτιατική τους αχρειόγλωσσους τις αχρειόγλωσσες τα αχρειόγλωσσα
     κλητική αχρειόγλωσσοι αχρειόγλωσσες αχρειόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχρειόγλωσσος < αχρείος + -ο- + -γλωσσος

  Επίθετο επεξεργασία

αχρειόγλωσσος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία