αφυγραντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφυγραντικός < αφυγραίνω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dehumidifying)
Επίθετο
επεξεργασίααφυγραντικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την αφύγρανση ή συντελεί σ' αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφυγραντικός