Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφρόλουτρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αφρόλουτρ
ο
τα
αφρόλουτρ
α
γενική
του
αφρόλουτρ
ου
των
αφρόλουτρ
ων
αιτιατική
το
αφρόλουτρ
ο
τα
αφρόλουτρ
α
κλητική
αφρόλουτρ
ο
αφρόλουτρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφρόλουτρο
<
αφρό-
+
λουτρό
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
bubble bath
)
Άντρας κάνει
αφρόλουτρο
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφρόλουτρο
ουδέτερο
υγρό
αρωματικό
σαπούνι
μπάνιου
το
πλύσιμο
κάποιου με ένα τέτοιο
σαπούνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφρόλουτρο
αγγλικά
:
bubble bath
(en)
γαλλικά
:
bain moussant
(fr)