ἀφροδισιαστικός

(Ανακατεύθυνση από αφροδισιαστικός)

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀφροδισιαστικός < ἀφροδισιασμός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀφροδισιαστικός -ή -όν

  1. που αναφέρεται στη γενετήσια ηδονή
  2. που ρέπει προς τη γενετήσια ηδονή
  3. που αυξάνει τη διάθεση για ερωτική επαφή


Συνώνυμα επεξεργασία