Δείτε επίσης: ἀφιλοχρήματος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιλοχρήματος η αφιλοχρήματη το αφιλοχρήματο
      γενική του αφιλοχρήματου της αφιλοχρήματης του αφιλοχρήματου
    αιτιατική τον αφιλοχρήματο την αφιλοχρήματη το αφιλοχρήματο
     κλητική αφιλοχρήματε αφιλοχρήματη αφιλοχρήματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιλοχρήματοι οι αφιλοχρήματες τα αφιλοχρήματα
      γενική των αφιλοχρήματων των αφιλοχρήματων των αφιλοχρήματων
    αιτιατική τους αφιλοχρήματους τις αφιλοχρήματες τα αφιλοχρήματα
     κλητική αφιλοχρήματοι αφιλοχρήματες αφιλοχρήματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφιλοχρήματος < (ελληνιστική κοινήἀφιλοχρήματος < αρχαία ελληνική φιλοχρήματος < φιλέω / φιλῶ + χρῆμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fi.loˈxɾi.ma.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

αφιλοχρήματος, -η, -ο

  • που δεν τον ενδιαφέρει (πολύ) το χρήμα

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία