Δείτε επίσης: ἀφιλοχρήματος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιλοχρήματος η αφιλοχρήματη το αφιλοχρήματο
      γενική του αφιλοχρήματου της αφιλοχρήματης του αφιλοχρήματου
    αιτιατική τον αφιλοχρήματο την αφιλοχρήματη το αφιλοχρήματο
     κλητική αφιλοχρήματε αφιλοχρήματη αφιλοχρήματο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιλοχρήματοι οι αφιλοχρήματες τα αφιλοχρήματα
      γενική των αφιλοχρήματων των αφιλοχρήματων των αφιλοχρήματων
    αιτιατική τους αφιλοχρήματους τις αφιλοχρήματες τα αφιλοχρήματα
     κλητική αφιλοχρήματοι αφιλοχρήματες αφιλοχρήματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

αφιλοχρήματος, -η, -ο

  • που δεν τον ενδιαφέρει (πολύ) το χρήμα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία