Δείτε επίσης: αφιερωματικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιερωτικός η αφιερωτική το αφιερωτικό
      γενική του αφιερωτικού της αφιερωτικής του αφιερωτικού
    αιτιατική τον αφιερωτικό την αφιερωτική το αφιερωτικό
     κλητική αφιερωτικέ αφιερωτική αφιερωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιερωτικοί οι αφιερωτικές τα αφιερωτικά
      γενική των αφιερωτικών των αφιερωτικών των αφιερωτικών
    αιτιατική τους αφιερωτικούς τις αφιερωτικές τα αφιερωτικά
     κλητική αφιερωτικοί αφιερωτικές αφιερωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφιερωτικός < μεσαιωνική ελληνική ἀφιερωτικός[1] < αρχαία ελληνική ἀφιερόω < ἱερός

  Επίθετο επεξεργασία

αφιερωτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ἀφιερωτικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)