αφηρημένος εμπρεσιονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφηρημένος εμπρεσιονισμός : → δείτε τις λέξεις αφηρημένος και εμπρεσιονισμός
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αφηρημένος εμπρεσιονισμός αρσενικό
- (ζωγραφική) σπανιότερη μορφή του όρου αφηρημένος ιμπρεσιονισμός