αφαλκίδευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφαλκίδευτος < α- στερητικό + φαλκιδεύ(ω) + -τος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.falˈci.ðe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φαλ‐κί‐δευ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αφαλκίδευτος, -η, -ο
- που δεν έχει φαλκιδευτεί, που δεν έχει υποσκαφθεί ή υπονομευθεί
- ↪ Άπαξ και αναμειχθείς με τα πολιτικά τού τόπου, κανένας δεν σου εγγυάται ότι θα διάγεις αφαλκίδευτο βίο.
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφαλκίδευτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αφαλκίδευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αφαλκίδευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας