αυτοχειροτόνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοχειροτόνητος < (ελληνιστική κοινή) αὐτοχειροτόνητος
Επίθετο επεξεργασία
αυτοχειροτόνητος, -η, -ο
- που έχει ο ίδιος χειροτονήσει τον εαυτό του
- (κατ’ επέκταση) που αυθαίρετα αποδίδει στον εαυτό του κάποιο τίτλο, αξίωμα κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοχειροτόνητος
|