Δείτε επίσης: αὐτοχειροτόνητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοχειροτόνητος η αυτοχειροτόνητη το αυτοχειροτόνητο
      γενική του αυτοχειροτόνητου της αυτοχειροτόνητης του αυτοχειροτόνητου
    αιτιατική τον αυτοχειροτόνητο την αυτοχειροτόνητη το αυτοχειροτόνητο
     κλητική αυτοχειροτόνητε αυτοχειροτόνητη αυτοχειροτόνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοχειροτόνητοι οι αυτοχειροτόνητες τα αυτοχειροτόνητα
      γενική των αυτοχειροτόνητων των αυτοχειροτόνητων των αυτοχειροτόνητων
    αιτιατική τους αυτοχειροτόνητους τις αυτοχειροτόνητες τα αυτοχειροτόνητα
     κλητική αυτοχειροτόνητοι αυτοχειροτόνητες αυτοχειροτόνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοχειροτόνητος < (ελληνιστική κοινήαὐτοχειροτόνητος

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοχειροτόνητος, -η, -ο

  1. που έχει ο ίδιος χειροτονήσει τον εαυτό του
  2. (κατ’ επέκταση) που αυθαίρετα αποδίδει στον εαυτό του κάποιο τίτλο, αξίωμα κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία