Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοσυντηρημένος η αυτοσυντηρημένη το αυτοσυντηρημένο
      γενική του αυτοσυντηρημένου της αυτοσυντηρημένης του αυτοσυντηρημένου
    αιτιατική τον αυτοσυντηρημένο την αυτοσυντηρημένη το αυτοσυντηρημένο
     κλητική αυτοσυντηρημένε αυτοσυντηρημένη αυτοσυντηρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοσυντηρημένοι οι αυτοσυντηρημένες τα αυτοσυντηρημένα
      γενική των αυτοσυντηρημένων των αυτοσυντηρημένων των αυτοσυντηρημένων
    αιτιατική τους αυτοσυντηρημένους τις αυτοσυντηρημένες τα αυτοσυντηρημένα
     κλητική αυτοσυντηρημένοι αυτοσυντηρημένες αυτοσυντηρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αυτοσυντηρημένος





  Μεταφράσεις επεξεργασία