αυτοσυνένωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοσυνένωση | οι | αυτοσυνενώσεις |
γενική | της | αυτοσυνένωσης* | των | αυτοσυνενώσεων |
αιτιατική | την | αυτοσυνένωση | τις | αυτοσυνενώσεις |
κλητική | αυτοσυνένωση | αυτοσυνενώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυνενώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοσυνένωση < → δείτε τις λέξεις αυτο- και συνένωση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-join
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοσυνένωση θηλυκό
- (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) η συνένωση (join) μιάς σχέσης (ή πίνακα) με τον εαυτό της, που χρησιμοποιείται όταν πλειάδες (γραμμές) αναφέρονται σε άλλες πλειάδες μέσα στην ίδια σχέση