αυτοπρομηθευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοπρομηθευτής < αυτο- + προμηθευτής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοπρομηθευτής αρσενικό
- που παράγει και προμηθεύει τον εαυτό του με ένα προϊόν αντί της εξωτερικής αγοράς
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοπρομηθευτής
|