Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοπρομηθευτής οι αυτοπρομηθευτές
      γενική του αυτοπρομηθευτή των αυτοπρομηθευτών
    αιτιατική τον αυτοπρομηθευτή τους αυτοπρομηθευτές
     κλητική αυτοπρομηθευτή αυτοπρομηθευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοπρομηθευτής < αυτο- + προμηθευτής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοπρομηθευτής αρσενικό

  • που παράγει και προμηθεύει τον εαυτό του με ένα προϊόν αντί της εξωτερικής αγοράς

  Μεταφράσεις επεξεργασία