αυτοπαράδοση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοπαράδοση | οι | αυτοπαραδόσεις |
γενική | της | αυτοπαράδοσης* | των | αυτοπαραδόσεων |
αιτιατική | την | αυτοπαράδοση | τις | αυτοπαραδόσεις |
κλητική | αυτοπαράδοση | αυτοπαραδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπαραδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοπαράδοση θηλυκό
- (οικονομία) φορολογική διαδικασία κατά την οποία ο ιδιοκτήτης ατομικής επιχείρησης μεταβιβάζει εγγράφως στον εαυτό του, ως ιδιώτη, περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοπαράδοση
|