αυτομαστιγώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααυτομαστιγώνομαι< αυτο- + μαστιγώνoμαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτομαστιγώνομαι
- μαστιγώνω τον εαυτό μου
- (μεταφορικά) κατηγορώ τον εαυτό μου σε υπερβολικό βαθμό
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτομαστιγώνομαι | αυτομαστιγωνόμουν(α) | θα αυτομαστιγώνομαι | να αυτομαστιγώνομαι | ||
β' ενικ. | αυτομαστιγώνεσαι | αυτομαστιγωνόσουν(α) | θα αυτομαστιγώνεσαι | να αυτομαστιγώνεσαι | (αυτομαστιγώνου) | |
γ' ενικ. | αυτομαστιγώνεται | αυτομαστιγωνόταν(ε) | θα αυτομαστιγώνεται | να αυτομαστιγώνεται | ||
α' πληθ. | αυτομαστιγωνόμαστε | αυτομαστιγωνόμαστε αυτομαστιγωνόμασταν |
θα αυτομαστιγωνόμαστε | να αυτομαστιγωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτομαστιγώνεστε | αυτομαστιγωνόσαστε αυτομαστιγωνόσασταν |
θα αυτομαστιγώνεστε | να αυτομαστιγώνεστε | (αυτομαστιγώνεστε) | |
γ' πληθ. | αυτομαστιγώνονται | αυτομαστιγώνονταν αυτομαστιγωνόντουσαν |
θα αυτομαστιγώνονται | να αυτομαστιγώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτομαστιγώθηκα | θα αυτομαστιγωθώ | να αυτομαστιγωθώ | αυτομαστιγωθεί | ||
β' ενικ. | αυτομαστιγώθηκες | θα αυτομαστιγωθείς | να αυτομαστιγωθείς | αυτομαστιγώσου | ||
γ' ενικ. | αυτομαστιγώθηκε | θα αυτομαστιγωθεί | να αυτομαστιγωθεί | |||
α' πληθ. | αυτομαστιγωθήκαμε | θα αυτομαστιγωθούμε | να αυτομαστιγωθούμε | |||
β' πληθ. | αυτομαστιγωθήκατε | θα αυτομαστιγωθείτε | να αυτομαστιγωθείτε | αυτομαστιγωθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτομαστιγώθηκαν αυτομαστιγωθήκαν(ε) |
θα αυτομαστιγωθούν(ε) | να αυτομαστιγωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτομαστιγωθεί | είχα αυτομαστιγωθεί | θα έχω αυτομαστιγωθεί | να έχω αυτομαστιγωθεί | αυτομαστιγωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτομαστιγωθεί | είχες αυτομαστιγωθεί | θα έχεις αυτομαστιγωθεί | να έχεις αυτομαστιγωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτομαστιγωθεί | είχε αυτομαστιγωθεί | θα έχει αυτομαστιγωθεί | να έχει αυτομαστιγωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτομαστιγωθεί | είχαμε αυτομαστιγωθεί | θα έχουμε αυτομαστιγωθεί | να έχουμε αυτομαστιγωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτομαστιγωθεί | είχατε αυτομαστιγωθεί | θα έχετε αυτομαστιγωθεί | να έχετε αυτομαστιγωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτομαστιγωθεί | είχαν αυτομαστιγωθεί | θα έχουν αυτομαστιγωθεί | να έχουν αυτομαστιγωθεί |