Ετυμολογία

επεξεργασία

αυτομαστιγώνομαι< αυτο- + μαστιγώνoμαι

αυτομαστιγώνομαι

  1. μαστιγώνω τον εαυτό μου
  2. (μεταφορικά) κατηγορώ τον εαυτό μου σε υπερβολικό βαθμό