Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκοροϊδεύομαι < αυτο- + κοροϊδεύομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοκοροϊδεύομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία