αυτοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοκαλλιέργεια < αυτο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοκαλλιέργεια θηλυκό
- το να καλλιεργείς ο ίδιος τα κτήματά σου
- (μεταφορικά) το να είναι κάποιος καλλιεργημένος και να φροντίζει γι’ αυτό
- ≈ συνώνυμα: (αυτομόρφωση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοκαλλιέργεια
|