πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοθέσμιση οι αυτοθεσμίσεις
      γενική της αυτοθέσμισης των αυτοθεσμίσεων
    αιτιατική την αυτοθέσμιση τις αυτοθεσμίσεις
     κλητική αυτοθέσμιση αυτοθεσμίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοθέσμιση (νεολογισμός) < αυτο- + θέσμιση
ΔΦΑ : /a.ftoˈθe.zmi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτοθέσμιση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοθέσμιση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr