αυτοθέσμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοθέσμιση | οι | αυτοθεσμίσεις |
γενική | της | αυτοθέσμισης | των | αυτοθεσμίσεων |
αιτιατική | την | αυτοθέσμιση | τις | αυτοθεσμίσεις |
κλητική | αυτοθέσμιση | αυτοθεσμίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυτοθέσμιση (νεολογισμός) < αυτο- + θέσμιση
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ftoˈθe.zmi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐θέ‐σμι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοθέσμιση θηλυκό
- (πολιτική, φιλοσοφία) η δυνατότητα που έχουν οι πολίτες να επιζητούν, να επιλέγουν και να διαμορφώνουν τους θεσμούς ή τους νόμους της πολιτείας τους
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοθέσμιση
Πηγές
επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr