Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοεπιδιόρθωση οι αυτοεπιδιορθώσεις
      γενική της αυτοεπιδιόρθωσης των αυτοεπιδιορθώσεων
    αιτιατική την αυτοεπιδιόρθωση τις αυτοεπιδιορθώσεις
     κλητική αυτοεπιδιόρθωση αυτοεπιδιορθώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοεπιδιόρθωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοεπιδιόρθωση θηλυκό

  • η επιδιόρθωση με ίδια μέσα, για κάτι που διορθώνεται από μόνο του

  Μεταφράσεις επεξεργασία