Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοδιπλασιασμός οι αυτοδιπλασιασμοί
      γενική του αυτοδιπλασιασμού των αυτοδιπλασιασμών
    αιτιατική τον αυτοδιπλασιασμό τους αυτοδιπλασιασμούς
     κλητική αυτοδιπλασιασμέ αυτοδιπλασιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδιπλασιασμός (νεολογισμός) < αυτοδιπλασιάζομαι, αυτοδιπλασιασ- + -μός. Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + διπλασιασμός. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.ði.pla.si.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐δι‐πλα‐σι‐α‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοδιπλασιασμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία