αυτοαπασχολούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αυτοαπασχολούμενος < μετοχή ενεστώτα του αυτοαπασχολούμαι < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-employed
Μετοχή επεξεργασία
αυτοαπασχολούμενος, -η, -ο
- που αυτοαπασχολείται, που δεν έχει εργοδότη αλλά δουλεύει σε δική του δουλειά
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοαπασχολούμενος