Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυξότροφος η αυξότροφη το αυξότροφο
      γενική του αυξότροφου της αυξότροφης του αυξότροφου
    αιτιατική τον αυξότροφο την αυξότροφη το αυξότροφο
     κλητική αυξότροφε αυξότροφη αυξότροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυξότροφοι οι αυξότροφες τα αυξότροφα
      γενική των αυξότροφων των αυξότροφων των αυξότροφων
    αιτιατική τους αυξότροφους τις αυξότροφες τα αυξότροφα
     κλητική αυξότροφοι αυξότροφες αυξότροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυξότροφος < αυξάνω + τροφός

  Επίθετο επεξεργασία

αυξότροφος, -η, -ο

  • (βιολογία): μεταλλαγμένο στέλεχος μικροοργανισμού που απαιτεί παράγοντες ανάπτυξης περισσότερους από εκείνους που απαιτεί ο αρχικός (άγριος) τύπος του.

  Μεταφράσεις επεξεργασία