Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατμομηχανικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ατμομηχανικ
ός
οι
ατμομηχανικ
οί
γενική
του
ατμομηχανικ
ού
των
ατμομηχανικ
ών
αιτιατική
τον
ατμομηχανικ
ό
τους
ατμομηχανικ
ούς
κλητική
ατμομηχανικ
έ
ατμομηχανικ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατμομηχανικός
<
ατμο-
+
μηχανικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.tmo.mi.xa.niˈkos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐τμο‐μη‐χα‐νι‐κός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ατμομηχανικός
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
μηχανικός
ατμομηχανής