ατζούγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατζούγα | οι | ατζούγες |
γενική | της | ατζούγας | — | |
αιτιατική | την | ατζούγα | τις | ατζούγες |
κλητική | ατζούγα | ατζούγες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατζούγα θηλυκό