Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αταχτώ < άτακτος

  Ρήμα επεξεργασία

αταχτώ

  • κάνω αταξίες
    αταχτούσα όταν ο δάσκαλος με έκανε παρατήρηση
    ※  Μαζί πηγαίνανε σκολειό. Μαζί αμελούσανε τα μαθήματά τους. Μαζί αταχτούσανε. (Γιάννης Ψυχάρης (1911) Δυο φίλοι [διήγημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία