Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασύστολος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασύστολ
ος
η
ασύστολ
η
το
ασύστολ
ο
γενική
του
ασύστολ
ου
της
ασύστολ
ης
του
ασύστολ
ου
αιτιατική
τον
ασύστολ
ο
την
ασύστολ
η
το
ασύστολ
ο
κλητική
ασύστολ
ε
ασύστολ
η
ασύστολ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασύστολ
οι
οι
ασύστολ
ες
τα
ασύστολ
α
γενική
των
ασύστολ
ων
των
ασύστολ
ων
των
ασύστολ
ων
αιτιατική
τους
ασύστολ
ους
τις
ασύστολ
ες
τα
ασύστολ
α
κλητική
ασύστολ
οι
ασύστολ
ες
ασύστολ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασύστολος
<
α-
+
συστολή
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
ασύστολος, -η, -ο
(
λόγιο
) που γίνεται ή λέγεται χωρίς (ηθικές)
συστολές
Συνώνυμα
επεξεργασία
αδιάντροπος
αναίσχυντος
ξετσίπωτος
Συγγενικά
επεξεργασία
ασύστολα
ασυστόλως
→
δείτε
τις λέξεις
συστέλλω
και
στέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασύστολος
αγγλικά
:
shameless
(en)
γαλλικά
:
impudent
(fr)
,
effronté
(fr)
,
éhonté
(fr)