↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασχολίαστος η ασχολίαστη το ασχολίαστο
      γενική του ασχολίαστου της ασχολίαστης του ασχολίαστου
    αιτιατική τον ασχολίαστο την ασχολίαστη το ασχολίαστο
     κλητική ασχολίαστε ασχολίαστη ασχολίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασχολίαστοι οι ασχολίαστες τα ασχολίαστα
      γενική των ασχολίαστων των ασχολίαστων των ασχολίαστων
    αιτιατική τους ασχολίαστους τις ασχολίαστες τα ασχολίαστα
     κλητική ασχολίαστοι ασχολίαστες ασχολίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχολίαστος < α- + σχολιάζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασχολίαστος

  1. (για κείμενο) που δεν έχει σχόλια
  2. (για πρόσωπα) που δε σχολιάστηκε
    η στάση του δεν ήταν δυνατό να παραμείνει ασχολίαστη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία