ασχολίαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασχολίαστος
- (για κείμενο) που δεν έχει σχόλια
- (για πρόσωπα) που δε σχολιάστηκε
- η στάση του δεν ήταν δυνατό να παραμείνει ασχολίαστη
Συγγενικά
επεξεργασία- ασχολίαστα
- → δείτε τις λέξεις σχολιάζω και σχόλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασχολίαστος
|