ασφοδέλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασφοδέλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασφοδέλι ουδέτερο
- ποώδες φυτό που φυτρώνει σε πέτρινα εδάφη ή λιβάδια, σύμβολο πένθους στην αρχαιότητα, το ασφοδίλι, ο ασφόδελος
- το λιβάδι ήταν γεμάτο από ασφοδέλια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασφοδέλι
|