αστρατοπέδευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστρατοπέδευτος < α- στερητικό + στρατοπεδεύω
Επίθετο επεξεργασία
αστρατοπέδευτος, -η, -ο
- που δε στρατοπέδευσε
- ο στρατός ήταν κουρασμένος, γιατί είχε μείνει για πολλές ώρες αστρατοπέδευτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστρατοπέδευτος
|