Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστρατοπέδευτος η αστρατοπέδευτη το αστρατοπέδευτο
      γενική του αστρατοπέδευτου της αστρατοπέδευτης του αστρατοπέδευτου
    αιτιατική τον αστρατοπέδευτο την αστρατοπέδευτη το αστρατοπέδευτο
     κλητική αστρατοπέδευτε αστρατοπέδευτη αστρατοπέδευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστρατοπέδευτοι οι αστρατοπέδευτες τα αστρατοπέδευτα
      γενική των αστρατοπέδευτων των αστρατοπέδευτων των αστρατοπέδευτων
    αιτιατική τους αστρατοπέδευτους τις αστρατοπέδευτες τα αστρατοπέδευτα
     κλητική αστρατοπέδευτοι αστρατοπέδευτες αστρατοπέδευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστρατοπέδευτος < α- στερητικό + στρατοπεδεύω

  Επίθετο επεξεργασία

αστρατοπέδευτος, -η, -ο

  • που δε στρατοπέδευσε
    ο στρατός ήταν κουρασμένος, γιατί είχε μείνει για πολλές ώρες αστρατοπέδευτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία