Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστρίφωτος η αστρίφωτη το αστρίφωτο
      γενική του αστρίφωτου της αστρίφωτης του αστρίφωτου
    αιτιατική τον αστρίφωτο την αστρίφωτη το αστρίφωτο
     κλητική αστρίφωτε αστρίφωτη αστρίφωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστρίφωτοι οι αστρίφωτες τα αστρίφωτα
      γενική των αστρίφωτων των αστρίφωτων των αστρίφωτων
    αιτιατική τους αστρίφωτους τις αστρίφωτες τα αστρίφωτα
     κλητική αστρίφωτοι αστρίφωτες αστρίφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστρίφωτος < α- στερητ. + στριφώνω

  Επίθετο επεξεργασία

αστρίφωτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία