Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστακόχρωμος η αστακόχρωμη το αστακόχρωμο
      γενική του αστακόχρωμου της αστακόχρωμης του αστακόχρωμου
    αιτιατική τον αστακόχρωμο την αστακόχρωμη το αστακόχρωμο
     κλητική αστακόχρωμε αστακόχρωμη αστακόχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστακόχρωμοι οι αστακόχρωμες τα αστακόχρωμα
      γενική των αστακόχρωμων των αστακόχρωμων των αστακόχρωμων
    αιτιατική τους αστακόχρωμους τις αστακόχρωμες τα αστακόχρωμα
     κλητική αστακόχρωμοι αστακόχρωμες αστακόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστακόχρωμος < αστακός + -χρωμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.staˈko.xɾo.mos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /a.staˈko.xɾo.mi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /a.staˈko.xɾo.mo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

αστακόχρωμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία