Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστακόχρωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αστακόχρωμ
ος
η
αστακόχρωμ
η
το
αστακόχρωμ
ο
γενική
του
αστακόχρωμ
ου
της
αστακόχρωμ
ης
του
αστακόχρωμ
ου
αιτιατική
τον
αστακόχρωμ
ο
την
αστακόχρωμ
η
το
αστακόχρωμ
ο
κλητική
αστακόχρωμ
ε
αστακόχρωμ
η
αστακόχρωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αστακόχρωμ
οι
οι
αστακόχρωμ
ες
τα
αστακόχρωμ
α
γενική
των
αστακόχρωμ
ων
των
αστακόχρωμ
ων
των
αστακόχρωμ
ων
αιτιατική
τους
αστακόχρωμ
ους
τις
αστακόχρωμ
ες
τα
αστακόχρωμ
α
κλητική
αστακόχρωμ
οι
αστακόχρωμ
ες
αστακόχρωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστακόχρωμος
<
αστακός
+
-χρωμος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.staˈko.xɾo.mos
/
αρσενικό
ΔΦΑ
: /
a.staˈko.xɾo.mi
/
θηλυκό
ΔΦΑ
: /
a.staˈko.xɾo.mo
/
ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασία
αστακόχρωμος
, -η, -ο
που έχει το χρώμα του
αστακού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστακόχρωμος