ασούσσουμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασούσσουμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσούσσουμος < στερητικό α + σύσσημον (σουσσούμι)
Επίθετο επεξεργασία
ασούσσουμος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) ο αγνώριστος που αλλοιώθηκε από ασθένεια ή ψυχικό πάθος.
- ασούσσουμος κι΄ ανέγνωρος και κατηγορημένος (Ερωτόκριτος)
Συγγενικά επεξεργασία
- ασούσσουμα (επίρρημα)[1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασούσσουμος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ανδρέας Καρκαβίτσας Λόγια της Πλώρης «Ναυάγια»