Δείτε επίσης: ἀσούσσουμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασούσσουμος η ασούσσουμη το ασούσσουμο
      γενική του ασούσσουμου της ασούσσουμης του ασούσσουμου
    αιτιατική τον ασούσσουμο την ασούσσουμη το ασούσσουμο
     κλητική ασούσσουμε ασούσσουμη ασούσσουμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασούσσουμοι οι ασούσσουμες τα ασούσσουμα
      γενική των ασούσσουμων των ασούσσουμων των ασούσσουμων
    αιτιατική τους ασούσσουμους τις ασούσσουμες τα ασούσσουμα
     κλητική ασούσσουμοι ασούσσουμες ασούσσουμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασούσσουμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσούσσουμος < στερητικό α + σύσσημον (σουσσούμι)

  Επίθετο επεξεργασία

ασούσσουμος, -η, -ο

  • (ιδιωματικό) ο αγνώριστος που αλλοιώθηκε από ασθένεια ή ψυχικό πάθος.
    ασούσσουμος κι΄ ανέγνωρος και κατηγορημένος (Ερωτόκριτος)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ανδρέας Καρκαβίτσας Λόγια της Πλώρης «Ναυάγια»