Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασούρωτος η ασούρωτη το ασούρωτο
      γενική του ασούρωτου της ασούρωτης του ασούρωτου
    αιτιατική τον ασούρωτο την ασούρωτη το ασούρωτο
     κλητική ασούρωτε ασούρωτη ασούρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασούρωτοι οι ασούρωτες τα ασούρωτα
      γενική των ασούρωτων των ασούρωτων των ασούρωτων
    αιτιατική τους ασούρωτους τις ασούρωτες τα ασούρωτα
     κλητική ασούρωτοι ασούρωτες ασούρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασούρωτος < α- στερητ. + σουρώνω

  Επίθετο επεξεργασία

ασούρωτος

  1. που δεν έχει σουρωθεί, αστράγγιστος
  2. (μτφ.) ξεμέθυστος
  3. (για ύφασμα) που δεν έχει σούρες ή ζάρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία