Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκούριαστος η ασκούριαστη το ασκούριαστο
      γενική του ασκούριαστου της ασκούριαστης του ασκούριαστου
    αιτιατική τον ασκούριαστο την ασκούριαστη το ασκούριαστο
     κλητική ασκούριαστε ασκούριαστη ασκούριαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκούριαστοι οι ασκούριαστες τα ασκούριαστα
      γενική των ασκούριαστων των ασκούριαστων των ασκούριαστων
    αιτιατική τους ασκούριαστους τις ασκούριαστες τα ασκούριαστα
     κλητική ασκούριαστοι ασκούριαστες ασκούριαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκούριαστος < α- στερητικό + σκουριάζω

  Επίθετο επεξεργασία

ασκούριαστος, -η, -ο

  • που δε σκουριάζει ή δε σκούριασε, ανοξείδωτος
    αυτό το μέταλλο αντέχει πολλά χρόνια χωρίς να χαλάσει, αφού είναι ασκούριαστο

  Μεταφράσεις επεξεργασία