Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασκορδούλακας οι ασκορδούλακες
      γενική του ασκορδούλακα των ασκορδουλάκων
    αιτιατική τον ασκορδούλακα τους ασκορδούλακες
     κλητική ασκορδούλακα ασκορδούλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκορδούλακας < α- (αθροιστικό) + σκόρδο + λάκκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασκορδούλακας αρσενικό, πληθυντικός ασκορδούλακες ή ασκορδουλάκοι

  • (φυτό) (κρητικά) (ιδιωματικό): ο βολβός, ο υπόγειος βλαστός του φυτού muscari comosum, γνωστός από την αρχαιότητα, από τον οποίο παρασκευάζονται τουρσιά και σχετικές σαλάτες, ιδιαίτερα στην Κρήτη.

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι μοιάζει με σκόρδο που βρίσκεται μέσα σε λάκκο που πρέπει να σκάψεις για να το συλλέξεις.

  Μεταφράσεις επεξεργασία