ασκλάβωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασκλάβωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ασκλάβωτος, -η, -ο
- που δεν έχει σκλαβωθεί, ελεύθερος, αδούλωτος
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασκλάβωτος
|
ασκλάβωτος, -η, -ο
|