Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασεξουαλικότητα οι ασεξουαλικότητες
      γενική της ασεξουαλικότητας των ασεξουαλικοτήτων
    αιτιατική την ασεξουαλικότητα τις ασεξουαλικότητες
     κλητική ασεξουαλικότητα ασεξουαλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασεξουαλικότητα < αγγλική asexuality

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασεξουαλικότητα αρσενικό

  1. η έλλειψη ενδιαφέροντος για το σεξ
  2. η μη συναίσθηση του να ανήκει κάποιος ή κάποια σε ορισμένο φύλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία