Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασαπούνιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασαπούνιστ
ος
η
ασαπούνιστ
η
το
ασαπούνιστ
ο
γενική
του
ασαπούνιστ
ου
της
ασαπούνιστ
ης
του
ασαπούνιστ
ου
αιτιατική
τον
ασαπούνιστ
ο
την
ασαπούνιστ
η
το
ασαπούνιστ
ο
κλητική
ασαπούνιστ
ε
ασαπούνιστ
η
ασαπούνιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασαπούνιστ
οι
οι
ασαπούνιστ
ες
τα
ασαπούνιστ
α
γενική
των
ασαπούνιστ
ων
των
ασαπούνιστ
ων
των
ασαπούνιστ
ων
αιτιατική
τους
ασαπούνιστ
ους
τις
ασαπούνιστ
ες
τα
ασαπούνιστ
α
κλητική
ασαπούνιστ
οι
ασαπούνιστ
ες
ασαπούνιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασαπούνιστος
<
α-
στερητ. +
σαπουνίζω
Επίθετο
επεξεργασία
ασαπούνιστος
που δεν πλύθηκε με
σαπούνι
δεν πρέπει να τρως φαγητό με
ασαπούνιστα
χέρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασαπούνιστος