Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασαπούνιστος η ασαπούνιστη το ασαπούνιστο
      γενική του ασαπούνιστου της ασαπούνιστης του ασαπούνιστου
    αιτιατική τον ασαπούνιστο την ασαπούνιστη το ασαπούνιστο
     κλητική ασαπούνιστε ασαπούνιστη ασαπούνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασαπούνιστοι οι ασαπούνιστες τα ασαπούνιστα
      γενική των ασαπούνιστων των ασαπούνιστων των ασαπούνιστων
    αιτιατική τους ασαπούνιστους τις ασαπούνιστες τα ασαπούνιστα
     κλητική ασαπούνιστοι ασαπούνιστες ασαπούνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασαπούνιστος < α- στερητ. + σαπουνίζω

  Επίθετο επεξεργασία

ασαπούνιστος

  • που δεν πλύθηκε με σαπούνι
    δεν πρέπει να τρως φαγητό με ασαπούνιστα χέρια

  Μεταφράσεις επεξεργασία