αρύς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρύς < αραιός
Επίθετο επεξεργασία
αρύς
- που εμφανίζει κενά ή διαστήματα, αραιός
- αριά δενδροφύτευση
- που γίνεται κατά διαστήματα, σποραδικός
- αριές επισκέψεις
- σπάνιος, λιγοστός
- αρείς θαμώνες
- υδαρής, νερουλός
- λεπτός, αγανός
- αρύ ύφασμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρύς
|