Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχισυνδικαλιστης οι αρχισυνδικαλιστες
      γενική του αρχισυνδικαλιστη των αρχισυνδικαλιστών
    αιτιατική τον αρχισυνδικαλιστη τους αρχισυνδικαλιστες
     κλητική αρχισυνδικαλιστη αρχισυνδικαλιστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχισυνδικαλιστής < αρχι- + συνδικαλιστής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.çi.sin.ði.ka.liˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐συν‐δι‐κα‐λι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχισυνδικαλιστής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr