αρχιληστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχιληστής < (ελληνιστική κοινή) ἀρχιλῃστής < ἀρχι- + λῃστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχιληστής αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιληστής
αρχιληστής αρσενικό