Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχίνισμα τα αρχινίσματα
      γενική του αρχινίσματος των αρχινισμάτων
    αιτιατική το αρχίνισμα τα αρχινίσματα
     κλητική αρχίνισμα αρχινίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχίνισμα < αρχινίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχίνισμα ουδέτερο

  • η έναρξη μιας πράξης, ενός έργου, το αρχίνημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία