αρπίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αρπίζω
- (σπάνιο, μουσική) παίζω άρπα· τραγουδώ ή ψάλλω με συνοδεία άρπας
- ※ Είναι μια φαντασμαγορική σειρά εικόνων, με άνδρες με μυτερά υποδήματα που ερωτροπούν ανάμεσα σε κρήνες και τις μυριστικές πορτοκαλιές του Κήπου του Έρωτα, ενώ αρπιστές αρπίζουν άρπες και οι γυναίκες χορεύουν μες στα μακριά κυματιστά φορέματά τους
- «Εικόνες μιας παλιάς, ξεχασμένης τέχνης», Η Καθημερινή οnline (8 Ιανουαρίου 2004, από τον Guardian)· πρόσβαση: 2020-12-17.
- ※ Η σύγκριση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας όμως δεν πρέπει να γίνεται με κόσμους αγγελικά πλασμένους, όπου Χερουβείμ αρπίζουν θείες μελωδίες σε ευτυχισμένους αγίους, αλλά με τα όσα ισχύουν σήμερα στον κόσμο και όσα ίσχυαν στο παρελθόν
- Νίκος Χρυσολωράς, «Δρόμος “στρωμένος με νάρκες”», Η Καθημερινή οnline (26 Σεπτεμβρίου 2012)· πρόσβαση: 2020-12-17.
- ※ Είναι μια φαντασμαγορική σειρά εικόνων, με άνδρες με μυτερά υποδήματα που ερωτροπούν ανάμεσα σε κρήνες και τις μυριστικές πορτοκαλιές του Κήπου του Έρωτα, ενώ αρπιστές αρπίζουν άρπες και οι γυναίκες χορεύουν μες στα μακριά κυματιστά φορέματά τους
- (νεολογισμός, σπάνιο, μουσική) εκτελώ αρπέζ (άρπισμα)
- ※ Ο Μάλαμας αρπίζει τσιμπητά και μαστόρικα, ο Πάππος κρατά μεστά τ' ακόρντα και «επικεντρωμένα» ερμηνεύει όπως πρέπει ένα τραγικό αριστούργημα
- Κώστας Μπαλαχούτης, «Ο Μάλαμας κερνάει “Σκέτα” το ζεϊμπέκικο του Χιώτη», όδγοο (31 Δεκεμβρίου 2019)· πρόσβαση: 2020-12-17.
- ※ Ο Μάλαμας αρπίζει τσιμπητά και μαστόρικα, ο Πάππος κρατά μεστά τ' ακόρντα και «επικεντρωμένα» ερμηνεύει όπως πρέπει ένα τραγικό αριστούργημα
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρπίζω | άρπιζα | θα αρπίζω | να αρπίζω | αρπίζοντας | |
β' ενικ. | αρπίζεις | άρπιζες | θα αρπίζεις | να αρπίζεις | άρπιζε | |
γ' ενικ. | αρπίζει | άρπιζε | θα αρπίζει | να αρπίζει | ||
α' πληθ. | αρπίζουμε | αρπίζαμε | θα αρπίζουμε | να αρπίζουμε | ||
β' πληθ. | αρπίζετε | αρπίζατε | θα αρπίζετε | να αρπίζετε | αρπίζετε | |
γ' πληθ. | αρπίζουν(ε) | άρπιζαν αρπίζαν(ε) |
θα αρπίζουν(ε) | να αρπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άρπισα | θα αρπίσω | να αρπίσω | αρπίσει | ||
β' ενικ. | άρπισες | θα αρπίσεις | να αρπίσεις | άρπισε | ||
γ' ενικ. | άρπισε | θα αρπίσει | να αρπίσει | |||
α' πληθ. | αρπίσαμε | θα αρπίσουμε | να αρπίσουμε | |||
β' πληθ. | αρπίσατε | θα αρπίσετε | να αρπίσετε | αρπίστε | ||
γ' πληθ. | άρπισαν αρπίσαν(ε) |
θα αρπίσουν(ε) | να αρπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρπίσει | είχα αρπίσει | θα έχω αρπίσει | να έχω αρπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρπίσει | είχες αρπίσει | θα έχεις αρπίσει | να έχεις αρπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρπίσει | είχε αρπίσει | θα έχει αρπίσει | να έχει αρπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρπίσει | είχαμε αρπίσει | θα έχουμε αρπίσει | να έχουμε αρπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρπίσει | είχατε αρπίσει | θα έχετε αρπίσει | να έχετε αρπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρπίσει | είχαν αρπίσει | θα έχουν αρπίσει | να έχουν αρπίσει |
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αρπίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας