Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρπίζω <
  1. άρπ(α) + -ίζω
  2. άρπι(σμα) + -ίζω[1]

  Ρήμα επεξεργασία

αρπίζω

  1. (σπάνιο, μουσική) παίζω άρπα· τραγουδώ ή ψάλλω με συνοδεία άρπας
    ※  Είναι μια φαντασμαγορική σειρά εικόνων, με άνδρες με μυτερά υποδήματα που ερωτροπούν ανάμεσα σε κρήνες και τις μυριστικές πορτοκαλιές του Κήπου του Έρωτα, ενώ αρπιστές αρπίζουν άρπες και οι γυναίκες χορεύουν μες στα μακριά κυματιστά φορέματά τους
    «Εικόνες μιας παλιάς, ξεχασμένης τέχνης», Η Καθημερινή οnline (8 Ιανουαρίου 2004, από τον Guardian)· πρόσβαση: 2020-12-17.
    ※  Η σύγκριση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας όμως δεν πρέπει να γίνεται με κόσμους αγγελικά πλασμένους, όπου Χερουβείμ αρπίζουν θείες μελωδίες σε ευτυχισμένους αγίους, αλλά με τα όσα ισχύουν σήμερα στον κόσμο και όσα ίσχυαν στο παρελθόν
    Νίκος Χρυσολωράς, «Δρόμος “στρωμένος με νάρκες”», Η Καθημερινή οnline (26 Σεπτεμβρίου 2012)· πρόσβαση: 2020-12-17.
  2. (νεολογισμός, σπάνιο, μουσική) εκτελώ αρπέζ (άρπισμα)
    ※  Ο Μάλαμας αρπίζει τσιμπητά και μαστόρικα, ο Πάππος κρατά μεστά τ' ακόρντα και «επικεντρωμένα» ερμηνεύει όπως πρέπει ένα τραγικό αριστούργημα
    Κώστας Μπαλαχούτης, «Ο Μάλαμας κερνάει “Σκέτα” το ζεϊμπέκικο του Χιώτη», όδγοο (31 Δεκεμβρίου 2019)· πρόσβαση: 2020-12-17.

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρπίζωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας