Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρμόστοκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αρμόστοκ
ος
οι
αρμόστοκ
οι
γενική
του
αρμόστοκ
ου
των
αρμόστοκ
ων
αιτιατική
τον
αρμόστοκ
ο
τους
αρμόστοκ
ους
κλητική
αρμόστοκ
ε
αρμόστοκ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρμόστοκος
<
αρμός
+
-ο-
+
στόκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρμόστοκος
αρσενικό
στόκος
για
αρμούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρμόστοκος