αρμοστεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.moˈsti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μο‐στεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρμοστεία θηλυκό
- ο θεσμός ή το αξίωμα του αρμοστή
- ↪ η Ύπατη Aρμοστεία του ΟHΕ
- το καθεστώς διοίκησης μιας περιοχής από αρμοστή
- ↪ η βρετανική Ύπατη Αρμοστεία των Ιονίων Νήσων
- (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου στεγάζονται οι υπηρεσίες της αρμοστείας
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αρμόζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρμοστεία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αρμοστεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)