Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμοστεία οι αρμοστείες
      γενική της αρμοστείας των αρμοστειών
    αιτιατική την αρμοστεία τις αρμοστείες
     κλητική αρμοστεία αρμοστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμοστεία < αρμοστ(ής) + -εία.[1] Κατ' άλλη άποψη[2] + ία. Δείτε και ἁρμοστής, ἁρμόττω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.moˈsti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐μο‐στεί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμοστεία θηλυκό

  1. ο θεσμός ή το αξίωμα του αρμοστή
    η Ύπατη Aρμοστεία του ΟHΕ
  2. το καθεστώς διοίκησης μιας περιοχής από αρμοστή
    η βρετανική Ύπατη Αρμοστεία των Ιονίων Νήσων
  3. (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου στεγάζονται οι υπηρεσίες της αρμοστείας

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αρμόζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρμοστεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)