Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρματομαχία οι αρματομαχίες
      γενική της αρματομαχίας των αρματομαχιών
    αιτιατική την αρματομαχία τις αρματομαχίες
     κλητική αρματομαχία αρματομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρματομαχία < άρματ(ος) + -ο- + -μαχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρματομαχία θηλυκό

  • μάχη μεταξύ αρμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία