Δείτε επίσης: ἀρκτοτρόφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρκτοτρόφος οι αρκτοτρόφοι
      γενική του/της αρκτοτρόφου των αρκτοτρόφων
    αιτιατική τον/την αρκτοτρόφο τους/τις αρκτοτρόφους
     κλητική αρκτοτρόφε αρκτοτρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρκτοτρόφος < ελληνιστική κοινή ἀρκτοτρόφος, μορφολογικά αναλύεται άρκτ(ος) + -ο- + -τρόφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.ktoˈtɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐κτο‐τρό‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρκτοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία