αρκτοτρόφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρκτοτρόφος < ελληνιστική κοινή ἀρκτοτρόφος, μορφολογικά αναλύεται άρκτ(ος) + -ο- + -τρόφος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.ktoˈtɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐κτο‐τρό‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρκτοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα)
- αυτός/ή που εκτρέφει αρκούδες
- (ειδικότερα, παρωχημένο) ο αρκουδιάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρκτοτρόφος
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- αρκτοτρόφος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)