Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρθρεκτομή οι αρθρεκτομές
      γενική της αρθρεκτομής των αρθρεκτομών
    αιτιατική την αρθρεκτομή τις αρθρεκτομές
     κλητική αρθρεκτομή αρθρεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρθρεκτομή < άρθρωση + εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρθρεκτομή θηλυκό

  • αφαίρεση πασχόντων τμημάτων των αρθρώσεων με εγχείρηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία